αμφισβητούμαι

αμφισβητούμαι
αμφισβητούμαι, αμφισβητήθηκα, αμφισβητημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
αμφισβητούμαι : στον απλό προφορικό λόγο συνηθίζεται και η κλίση του ρ. σε -ιέμαι, κυρίως στον παρατατικό (αμφισβητιόμουνα), κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ).
Συχνά χρησιμοποιείται η μτχ. παθητικού ενεστώτα αμφισβητούμενος με έννοια επιθέτου ( αμφιλεγόμενος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφιδοξώ — ἀμφοδοξῶ ( έω) (Α) [ἀμφίδοξος] 1. ενεργ. αμφιβάλλω, διστάζω 2. παθ. αμφισβητούμαι …   Dictionary of Greek

  • επαπορώ — ἐπαπορῶ, έω (AM) μσν. απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω («ὁρῶσα ξύλῳ νῡν κρεμάμενον ἐπαπορῶ», Μηναία) αρχ. 1. προβάλλω νέα απορία 2. παθ. α) έπαπορουμαι αμφισβητούμαι, αμφιβάλλομαι, είμαι αντικείμενο αμφιβολίας («τῶν νῡν ἐπαπορηθέντων», Πολ.) β) απρόσ …   Dictionary of Greek

  • ημφισβητημένως — ἠμφισβητημένως (Α) επίρρ. κατά τρόπο αμφισβητήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημφισβητημένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. αμφισβητούμαι] …   Dictionary of Greek

  • συναπιστούμαι — έομαι, Α αμφισβητούμαι επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”